ινδοκινεζικός

ινδοκινεζικός
η , ό[ν] индокитайский

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ινδοκινεζικός" в других словарях:

  • ινδοκινεζικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Ινδοκίνα 2. αυτός που έχει ινδική και κινεζική προέλευση, αυτός που ανήκει στις μογγολικές φυλές τής Ινδίας, ο ινδοσινικός 3. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Ινδία και στην Κίνα ή στους Ινδούς και… …   Dictionary of Greek

  • ινδοκινεζικός, -ή — ό 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην Ινδοκίνα. 2. που είναι ινδικής και μαζί κινεζικής προέλευσης, που ανήκει στις μογγολικές φυλές της Ινδίας, ο ινδοσινικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ινδοσινικός — ή, ό ο ινδοκινεζικός* …   Dictionary of Greek

  • ινδοσινικός, -ή — ινδοσινικός, ή, ό ινδοκινεζικός (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»